Treffer: 7747 (161 - 180 ) Ihre Anfrage: μεγαλύτερη
Dieses , das Geld , ist ja um so wertvoller , je weniger davon vorhanden ist . | Όσο λιγότερο χρήμα υπάρχει , τόσο μεγαλύτερη αξία έχει . |
Die neue amerikanische Haltung fordert eine größere europäische Selbständigkeit . | Η νέα αμερικανική θέση απαιτεί μεγαλύτερη ευρωπαϊκή αυτάρκεια . |
Überhaupt halte ich eine größere Einbindung des Parlaments für unbedingt notwendig . | Θεωρώ απολύτως απαραίτητο να υπάρξει μια μεγαλύτερη συμμετοχή του Κοινοβουλίου . |
Wir sollten etwas staatsmännischer und verantwortungsvoller auftreten . | Πρέπει να επιδείξουμε μεγαλύτερη πολιτική ικανότητα και υπευθυνότητα . |
Wir brauchen mehr Forschung und mehr Information der Öffentlichkeit . | Χρειαζόμαστε περισσότερη έρευνα , μεγαλύτερη ενημέρωση της κοινής γνώμης . |
Das wäre die beste Chance , das bestehende Demokratiedefizit abzubauen . | Εκεί βρίσκεται η μεγαλύτερη ευκαιρία να διορθώσουμε το έλλειμα δημοκρατίας . |
Wir haben eine bessere Ausbildung , Chancengleichheit und soziale Sicherheit . | Διαθέτουμε καλύτερη εκπαίδευση , μεγαλύτερη ισότητα και καλύτερη κοινωνική ασφάλεια . |
Sie müssen im Rahmen einer größtmöglichen Transparenz angewandt werden . | Πρέπει να ισχύσουν με τη μεγαλύτερη δυνατή διαφάνεια . |
Ich glaube , hier sollten wir auch mehr Kohärenz herstellen . | Πιστεύω ότι εδώ πρέπει να δημιουργήσουμε μεγαλύτερη συνοχή . |
Wir hoffen , daß wir dadurch mehr Transparenz und eine höhere Qualität erreichen werden . | Ελπίζουμε ότι έτσι θα επιτύχουμε μεγαλύτερη διαφάνεια και υψηλότερη ποιότητα . |
Dieses Parlament legt zu Recht großen Wert auf mehr Offenheit . | Το Κοινοβούλιο πολύ σωστά δίνει σημασία στην μεγαλύτερη διαφάνεια . |
Die vorliegende Empfehlung schafft daher mehr Verwirrung als Klarheit . | Η παρούσα σύσταση επιφέρει , επομένως , μεγαλύτερη σύγχυση παρά διευκρινίσεις . |
Das würde keinen Gewinn für die parlamentarische Arbeit bringen . | Αυτό όμως δεν θα προσδώσει μεγαλύτερη αξία στο Κοινοβούλιο . |
Das ist eigentlich meine größte Sorge . | Αυτή είναι ουσιαστικά και η μεγαλύτερη ανησυχία μου . |
Wir gestalten unsere Außenbeziehungen zunehmend kohärent . | Διαμορφώνουμε τις εξωτερικές μας σχέσεις με όλο και μεγαλύτερη συνοχή . |
Das sind überproportional die Frauen . | Εδώ η μεγαλύτερη αναλογία είναι αυτή των γυναικών . |
Diesem Punkt müssen wir meiner Meinung nach noch größere Aufmerksamkeit widmen . | Πιστεύω ότι πρέπει να δώσουμε μεγαλύτερη προσοχή σ ' αυτό . |
Die Definitionen wurden neu formuliert und sind damit wesentlich präziser . | Οι ορισμοί διατυπώθηκαν ξανά και απόκτησαν μεγαλύτερη σαφήνεια . |
Das ist die größte Chance , die wir jetzt haben . | Η ευκαιρία που έχουμε τώρα είναι η μεγαλύτερη . |
Die Beamten der Kommission haben jetzt mehr Erfahrung . | Οι υψηλά ιστάμενοι υπάλληλοι της Επιτροπής έχουν αποκτήσει μεγαλύτερη εμπειρία . |